We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Α​μ​μ​ο​θ​ά​λ​α​σ​σ​α

by Jimi Kokko

supported by
/
  • Streaming + Download

    Includes high-quality download in MP3, FLAC and more. Paying supporters also get unlimited streaming via the free Bandcamp app.
    Purchasable with gift card

      name your price

     

1.
Στις ίδιες μέρες του Οκτώβρη τις ρευστές σα λάδι που κολλούν πάνω στο τίποτα δεν βλέπω παρά τα μάτια μου ίδια βλήτα που κείτονται πάνω στον πάγκο κοπής. Συγχαρη- τήρια- η έκφραση «συγκρατώ» συγκρατείται, οι νοήμοντες νοώνται. Κι εγώ συγκρατούμαι, συγκρατούμαι Παρίσι, το οριακό λιμάνι, η άνοιξη στο λάστιχο κι οι κάβοι μαύροι κύκλοι, μάγοι κι άλλοι που κοιτούν όπως τον κήπο οι μουσουλμάνοι τις μέρες που κυλούν εκεί, σαγηνευτικοί, μετά τη σχολή.
2.
Σε ποιο μακρύ περίβολο περπάτησες έξω από το θέμα μιας ταινίας μικρής Σε ποιαν εκκλησία περπάτησες σε ποιο βουνό το καλοκαίρι μύρα και μίλημα. Ενόσω μιλάς, ομίχλη στα πόδια μας ομίχλη στο κύκλωμα, είσαι βάση κι αναδρομή στο αντιχάραμα Ενόσω σ' ακούω πεθαίνουνε τα χέρια μου κρατώντας όλη αυτή τη μικρή σιωπή που ήρθε ακριβώς στην ώρα της να χαιρετήσει και να πάει να κοιμηθεί Έξω της θάλασσας οι πόροι νεκρώνουν ένας ένας, σιγά σιγά φεύγουν με τον υπερβολικό αέρα του βουλεβάρτου. Έξω απ' το παιχνίδι της Σορβόνης - μες στο κρύο τρέχω· πιο γρήγορα απ' τα πόδια μου κι η ζωή μου να μου καίει τα ρουθούνια.
3.
Τα παιχνίδια σου κυλούν, λιωμένες σκάλες Ταλαντώνονται σε dissonant τραμπάλες Τα παιδιά σου μαγειρεύουν τα οστά σου Στην υγειά σου. Τ’ αποφάγια μου μια μέρα σαν τις άλλες Υπερχείλισαν Πλαπούτα και Αιόλου Γράμματα που ήσαν γράμματα του κώλου Επιστρέφουν. Μα δεν ρώτησα γιατί όταν μιλούσες Σε τριγύρναγαν οι μέλισσες μιας άλλης Χώρας κι από τότε δεν σ’αφήσανε ποτέ Σ’ ησυχία. Με καινούργια μπλε ταυτότητα, με λάδι Ελαιώνων που σα λάμπουνε στον ήλιο Τραγουδούν αυτά τα λόγια, ήρθες έξω Στο λιμάνι. Με μικρή αποκλειστικότητα πουλί μου Κέρδισες μια ειδική ευθανασία Σε μικρά χλωρά πατώματα και χάδια Από νεκροτομεία. Πέρα από τις μαύρες θάλασσες που ήπια Πέρα απ’ όλες τις υπερβολές του χρόνου Πέρα από τα μάτια κόκκινα και σάπια Καληνύχτα.
4.
5.
Σήψη 05:19
Χριστέ μου, δεν είναι απατηλά τα ινδάλματα που η κόμπρα ανακάλυψε για μένα; Γλυκέ μου, δεν είναι παραμιλητό τα φράγματα που πέφτουνε κενά σαν τον υμένα; Ήμαρτον, Μαντόνα, και πέφτει γυμνή. Η πουτάνα των λιμανιών ξανοίχτηκε σε θάλασσες πέρα απ' τις Κάτω Χώρες Η κοίλη μέσα μου συσφίχτηκε σπασμωδικά· στον πυρετό απ' τις αιώρες Φύλλα, χειμώνες, επάλληλοι κυκλώνες και θυμοί. Σε μία στάλα νερό πνίγομαι Μ’ αφήνει φύσει δόκιμη η ανία Από τους νεροχύτες όπου χύνομαι Στα κανάλια, πλοιάριο και ταινία Εικόνες στην επανάληψη, θεσμοί. Φωτίζων ο ίδιος το προσωπό του αδυνάτησε να δει και να τον δουν Μέσα, την Κυριακή, το σπιτικό του άλλαξε χωρίς να του το πουν Λειτούργησε με την ίδια ακριβώς ορμή. Οι μητέρες ντύνονται τα σχολικά τους μπιζέλια τα δάκρυά των ο χρόνος τρώει τα παιδιά τους στην τραπεζαρία των κουφών Άλλωστε, η τράπεζα σήμερα είναι κλειστή. Φύγε μακριά απ' ότι ζήσαμε μου χαλάει τη θέα το καινούριο σου μολύβι Η μύτη του σπάει ό,τι ζητήσαμε κεφαλαία κυκλοθυμικά, σαν αντικλείδι Μοίρα και μύρα στο κεφάλι από παιδί.
6.
Οι ώρες στέκουνε γόνιμες κι οι μέρες. Οι ώρες μας, ανήλικες μητέρες. 'Σύχασε: δως μου τον σταυρό απ' το λαιμό σου να μας πλέξω έναν τρόπο να ξυπνήσουμε απ' την άμμο.
7.
Οι τρύπες, τρόπον τινά, είν' οι άκρες των δακτύλων αγκυλωμένων στις πιο κοντινές σημαίες, λογικά μιλώντας, στις καταστάσεις της ύλης, ανθρώπινα μιλώντας.
8.
Τούτοι οι μπάτσοι που 'ρθαν τώρα τί γυρεύουν τέτοιαν ώρα Ήρθανε να μας ρεστάρουν και τα ζάρια να μας πάρουν Και μας ψάξανε για ζάρια και μας βρίσκουν δυο ζευγάρια Παίζω ζάρια και κερδίζω και στην πόκα τα τοκίζω Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια μπάτσοι κλάστε μας τ' αρχίδια
9.
ασφαλώς και αυτοχθόνως η μέρα συστρέφεται σαν το μεγάλο φίδι στο δάσος του μεσημεριού τινάζοντας την υπερβολική υγρασία από το κουραστικό κορμί της στο φως μιας λάμπας γραφείου και αργότερα στο φως ενός κρυμμένου μπαρ και τέλος στο κίτρινο φως του δρόμου σκεπάζω το δικό μου με την ιδέα σου
10.
Με μοναστηριακή μετάνοια Τα χέρια της κατεβαίνοντα, Ήπια και αδίστακτα, Αφαιρώντας αφή Επάλληλα σκυφτή, Στυγνά συσκοτισμένη, Είν' το δώμα της Δυσφορίας. Η βοή και το ξεκίνημα των λεωφορείων Τραγουδούν σε μια σοβαρή απόσταση Για να κακομάθουν αυτό το κορίτσι. Πόσο τα κέρματα και οι πηγές είναι μακριά! Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το Έλος, περιμένοντας.
11.
Νιώθω ότι ανασαίνω σκέτο κάδμιο, μιλάμε και οι ανάσες μας δεν φτάνουν μακριά μες στην ομίχλη που διασύρεται αρμονικά, σπασμωδικά στο χώρο. Μιλάμε έξω και σε έναν άλλο χώρο, έναν χώρο οράματος και αλήθειας, μια ανακρίβεια στα βιβλία μας σημαδεύει το βάλτο και την ώρα. Φεύγοντας από το πάρκο, και με μια ομπρέλα στο χέρι, με σημαδεύεις στοργικά, νοσταλγικά, σαν κάποιο ζώο μικρό που παίρνουμε στο σπίτι. Τί είναι η φυγή σου και η νιότη; Θεάματα; Σώματα κρυφά; Απύθμενο πηγάδι και σώμα ένα δικό σου δάκρυ. Τί είναι το φεγγάρι; Απλό; Χολωμένο είναι και σκουπίδι στο μάτι. Όταν μιλήσαμε, όπως τόσες φορές τότε, θυμήθηκα κάποιες άλλες λέξεις που μου 'πες και σάστισα, κάπως, μέσα μου - γιατί οι ώρες συγκρούονταν και φεύγανε οι λέξεις - και επανήλθα λοιπόν μέσα από μια δυο γουλιές ρακή στο θέμα που εσύ είχες ανοίξει, ιδιότροπα, όπως κάθε φορά· το είναι και το φαίνεσθαι και το μπαλκόνι σου όπου έβγαινες αργά σταθερά το βράδυ Με είχες ρωτήσει κάποια στιγμή για ποιον είναι αυτό το ποίημα. Ε, λοιπόν, είναι για την όψη που βαστάει τα δόντια που με σκαλίζουν αυτά τα απογεύματα, για το χρόνο που κυλάει γύρω μου και δεν προλαβαίνω να μαζέψω τα μέλη μου, για τίποτα άλλο εκτός από την ίδια την ανύψωση σε χώρο και σε ίλιγγο. Δες με στο πλάτωμα, στο Ύψος, στο ξημέρωμα της καμπάνας μέσα στα σύννεφα, εκείνης που ξυπνάει τα καλοκαίρια και δίνει έτοιμο και φρέσκο το ψωμί, που αγαπάει το μυαλό μου. Άστρα, το φως και η ημέρα βγαίνει σε άλλον χώρο, εκεί που στέκουμε φιλημένοι και σχεδόν-όμοιοι στο φως του πέμπτου στίχου του παιδιού το μεσημέρι, άστρα. Όταν μου είχες πει πως θα μιλήσουμε για ρήματα δεν ήμουν εκεί. Ήμουν χαμένος σε ίσως άλλο χρόνο γινόμενος η ώρα της σιωπής. Ησυχία σιωπή ησυχία μοτίβο γνώριμο στα ηχητικά μας τοπία. Άκου, δεν ήμουν εκεί και τέλος πάντων δεν ωφελεί να μου ζητάς τα κλειδιά σου, τα παράτησες ο ίδιος στο λιμάνι χτες βράδυ. Άκου, την ανάσα σου άκου που μεταφέρεται έξω από εσένα και στη θάλασσα, στο βάθος, να λουστεί τα τραγούδια που παίχτηκαν μόνο στον άνεμο στην άκρη και που διασχίζουν τόσα κεφάλια για ν' ακουστούν από την Αφρική· Πυκνότητα στα μάτια και στ' αστέρια σου. Μπορώ από το χέρι να τραβώ το μέλλον σου; Μ' αφήνεις; Τα ζώα της Σελήνης την στερήθηκαν. Εδώ και σ'άλλους πρόσκαιρους καιρούς. Είμαι ο φλαμανδός ζωγράφος που στο μέτωπο κρύβει τριμμένο γυαλί και κιμωλία, σκιαγραφώντας τα αλλεπάλληλα επίπεδα της ζωής. Είμαι το άχτι και το άνθος σε πόρτα και δρομάκι. Είμαι τα πολυσυμμετρικά κανάλια που ονειρεύονται στο βάθος των εμπειριών των ανθρώπων. Είμαι ο Δεύτερος και η μοίρα όπου υποκύπτει, η φύση της είναι εκτός του κύκλου. Τα σπίτια, τα εδάφη είναι χαμηλά. Σκαλίζω στο μάρμαρο τα όργανα που ξέρω, που έχω φέρει ως εδώ που υποφέρω και με τρώνε - σαν την αλεπού, από μέσα - , χρονοαντίθετα, κεφάλια όμοια. Ποιητή, αγίασε το χώμα και το έδαφος που σκαλίζω κάθε μέρα με δόντια πόδια θεσμούς εικόνες μουσική και είδος Αγόρευσέ μου για την φύση μας και το μέλλον που χαμηλά στο μάγουλο μ'αγγίζει, τρυφερά· Δείξε την έκτακτη, μακρυνή γραφή σου που μοιάζει μάλλον με ευκάλυπτο σε στιγμές· Τέλος, πες την εκστατική υπογραφή σου, με λόγια, με πλήκτρα στο χαρτί μπροστά μου. Μια Κυριακή - όνειρο ήταν - ήρθες και μου έφερες μαζί σου τα πρακτικά του Αδάμ· ήταν ένα βιβλίο τσαλακωμένο στις άκρες όπου κάποιος κύριος περιέγραφε πώς θα έπρεπε κανείς να αντιλαμβάνεται τα φρούτα σε κάθε πλαίσιο συζήτησης (εν ολίγοις, ένας παραλληλισμός στην τέχνη) και όπου μίλαγε για κάποιο λάθος τεχνικό που είχε υποστεί ο ίδιος - το τίμημα του να τρέχεις με τους καιρούς. Στο σίγμα, σιγομιλητό, άρχισα να καταλαβαίνω πως υπάρχουν μύρα κι έξω άπ' τα σκληρά μάτια μου που είναι τόσο συχνά κουρασμένα. Πραγματικά σου μιλάω, το νήμα που έπλεκες γύρω μου έδεσε γύρω απ' τους καρπούς μου και με γδέρνει, λίγο λίγο, ώστε να χάσω ένα γραμμάριο απ' ότι είχα λες κι αυτό ωφελεί κάποιον απώτερο σκοπό. Οι φλέβες μου κύρτωσαν, φωνάζουν κάτι για την ώρα που περνά και δεν γυρνά, στήνω αυτί στο διπλανό διαμέρισμα κι αυτοί μιλούν για κάποιο τοπικό γεγονός χτες στις 9.45 μμ. Μμμ. Ήδη άνοστος αέρας μιας επόμενης εβδομάδας. Είμαι το βέλος και ο άνεμος. Είμαι ο διπλός Κέρβερος στην καρδιά των γεγονότων. Είμαι η μόλυνση που εξασθαινεί και πεθαίνει μέσα σε έναν άπειρο οργασμό. Είμαι η πίεση του φεγγαριού σε κάθε κόκκο άμμου κάθε βράδυ. Το γέλιο στο σκοτάδι και ο κόρακας γράφουν μαζί αυτό το τραγικό δόγμα με λάβαρο ένα πτώμα την κατάλληλη ώρα πριν να ξυπνήσω εδώ
12.
Ποιος ικανός να μας προλάβει Στην ψυχική μάχη Σ' άρρωστο φως Ποιος ιατρός θα περιλάβει Τα τσεκουριασμένα πόδια μας Σ' ένα χειρουργείο ιδανικό Ποιος θα μιλά για γιασεμιά Πάνω απ τον σκαλιστό μας τάφο Ένα μεσημέρι Κυριακής;
13.
Η σινιόρα κλαίει μόνη στο κρεβάτι της τα βράδια περνούν τα βράδια εξατμίζονται Που πήγε η αγάπη που είχα αφήσει στο περβάζι να ωριμάσει με τα δώρα Στον κήπο είναι άλλα παιδιά, δεν τελειώνει αυτή η ιστορία με την περίπλοκη πραγματικότητα την ελλιπή συγκέντρωση τις πλαστικές μπαταρίες Η φύση υπερμέγεθος στο πλάτος των κήπων Να ανοίξω την πόρτα αλλά σε ποιον; Διίστανται οι μετρήσεις Η αγάπη κρύωσε Τα δώρα πάρθηκαν Παιδιά ευέξαπτα Τυφλότης τυφλότητα Στα μύρα στον ίσκιο Στη μετάνοια στο πλάτωμα Τα ζώα στο πλάτωμα...
14.
15.
Μακριά απ' τη βαριά κι οργασμική πλατεία έξω απ' τη σκιά του δημάρχου και του δήμιου όμοια Ο Δον πως κατεβαίνει μ' εαρινή αθανασία μες στο αίμα του κυλούν οι πεταλούδες Σα τρέχουν στο μυαλό του οι εικόνες του μια μικρούλα σκέφτεται, και μιαν άλλη να του λιώνει το μπράτσο με όλη της την ύπαρξη εικόνες στη βίλα Ο ιππότης μες στην έρημο την αγκαλιάζει Την αρπάζει από τη μέση Την αρπάζει απ' τα γυμνά της πόδια και τρέχουνε Πίσω στο σπίτι Να της δείξει Να τη φιλήσει Ο Ραμίρεθ, στην Μαριάννας την ομίχλη και μες στης υπηρέτριας το χαμόγελο Βλέπει ίχνη Βλέπει το ξίφος του Καρλόττα, Καρλόττα, έλα να δούμε τη μάνα σου πουλί μου, τ'αερόστατο το ηδονικό επίτευγμα της μνήμης μου ανάμεσα στα σύννεφα, στου δήμιου τις θαυμάστριες μα η σιωπή της τον σουβλίζει Γαμάν την Αφροδίτη μες στο σπίτι του πίσω απ' τους θάμνους αποδόμησε την αυλαία- κι η ιστορία να λιώνει κάπου ανάμεσα στις γάμπες τους με τους χυμούς της άνοιξης στο χώμα Ραμίρεθ, το κεφάλι σου κατέβασε πού χάθηκες στης μάνας σου τα στήθια; Στην τρομακτική πληγή, το χρόνο που σ'έφερε Τα χέρια που σε χάιδεψαν σε αλλονών τα χέρια Τραβάει το εξάσφαιρο απ' τη ζώνη του γλιστράν τα δάχτυλα στο καυτό σίδερο της μέρας και τα παιδιά ν'ανακαλύπτουνε τον κόσμο τους ανάμεσα τους μια μόνη του σφαίρα Κι η Καρλόττα, όπως αφήνει τον κόσμο μέσα σε έναν αναστεναγμό που φτάνει ως το αερόστατο μέσα στα μάτια της Οι τρεις αεροναύτες είδαν τη μέρα καθώς αυτή ψιθύριζε «αγάπη μου»
16.
Εκ των έσω, σε κύκλους διασποράς - και ενώ φωτίζων ο ίδιος το πρόσωπό του - αδυνάτησε να δει και αδυνάτησε να τον δουν Αδυνάτησε ο καϋμένος, μέσα σε μια Κυριακή και λειτούργησε ξανά με την ίδια ακριβώς ορμή ώστε αγγίξαμε μια κάποια προσευχή. « Πιερρότε, δεν είμαι κάτι άλλο εκτός από προϊόν των πενιχρών τριβών των αστεριών μέσα στην εκάστοτε ειδική μου δίνη. » Σαν περιστέρια φεύγατε, σε σμήνη. Δίχως μνήμη, εις την μνήμη από το πλάτωμα έως την Παλαιστίνη.

about

Swimming in a sea of sand.

Cover art by Nick Mavromatis: www.instagram.com/nick_mv/

credits

released January 24, 2019

license

all rights reserved

tags

about

Jimi Kokko Paris, France

I do...stuff...mostly.

contact / help

Contact Jimi Kokko

Streaming and
Download help

Report this album or account

Jimi Kokko recommends:

If you like Jimi Kokko, you may also like: